Cancellation of seizure of real estate

About This Case

Significant success of our office regarding the cancellation of a real estate foreclosure report as well as the upcoming auction

The collaborator of our office, Konstantinos Tsoumanis, appeared in court. In this case, the Single Member Court of First Instance of Ioannina, annulled the report on the compulsory seizure of real estate, as well as the forthcoming auction, based on Article 281 of the Civil Code.

Specifically, as characteristically mentioned in this decision, the Banks, as financial institutions that have a decisive influence on the development and operation of the companies financed by them, have an increased responsibility in the exercise of their financial work. Therefore, the exercise of their rights should be governed by the principles of good faith and in accordance with the transactional ethics of fulfilling the due benefits and to avoid, respectively, any abuse in their behavior.

The reason for the opposition of article 933 of the KPold can be the opposition of the enforcement procedure to the objective limits of article 281 of the Civil Code and the hence the invalidity of the execution, ie when there is an obvious disproportion between the means used and the intended purpose. relevant procedural law with malice.

The defendant hastened the enforcement, although the property is the only residence of the opponents, while the opponents themselves, with repeated requests to the defendant, had requested its approval, in order to settle their debt and were with the defendant in constant communication both by e-mail and by telephone. In view of the absenteeism of the defendant, the facts are considered to be admitted.

As a result of all the above, the Court accepted the opposition and annulled the report on the seizure of real estate, as well as the forthcoming

THE DECISION

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

20/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Φερενίκη Μαγουλά, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε από το Διευθύνοντα το Πρωτοδικείο Ιωαννίνων, Πρόεδρο Πρωτοδικών, και τη Γραμματέα, Ελένη Ροντογιάννη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Δεκεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) ………………….. του ………………., κατοίκου συνοικισμού ……………… Ιωαννίνων, με Α.Φ.Μ. ……… – Δ.Ο.Υ………..2) της ……………………., συζ. …………………………, το γένος ………………………….., με Α.Φ.Μ. …………..- Δ.Ο.Υ…………….οι οποίοι παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους του Δικηγορικού Συλλόγου Ιωαννίνων, Κωνσταντίνου Τσουμάνη (Α.Μ.Δ.Σ.Ι. 404), που προσκόμισε το υπ` αριθμ. ……../1-12-2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Ι.) και κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……………………………………….. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ Α.Ε.» που εδρεύει στη …….. Αττικής, επί της …………….. αριθ. …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. ………………….η οποία δεν παραστάθηκε.

Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 21-10-2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …./2021 ανακοπή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 21-10-2021, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αριθμό …….

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΦΩΝΗΣΗ της υπόθεσης από τη σειρά του σχετικού πινακίου και κατά τη συζήτησή της, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των ανακοπτόντων ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές και στα πρακτικά της δίκης.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Αν ο ανακόπτων δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της ανακοπής ή εμφανισθεί, αλλά δεν μετάσχει κατά τον προσήκοντα τρόπο (π.χ. αν εμφανισθεί χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο, ή αν παρασταθεί χωρίς την κατάθεση προτάσεων), το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση. Αν τη συζήτηση της ανακοπής επισπεύδει ο ανακόπτων ή ο καθ’ ου η ανακοπή και αυτός (ο ανακόπτων) έχει κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα για τη συζήτηση της ανακοπής και δεν εμφανισθεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, η ανακοπή απορρίπτεται. Περαιτέρω, όμως, στην ως άνω διάταξη δεν προβλέπονται οι συνέπειες σε περίπτωση που απουσιάζει ο καθ’ ου η ανακοπή. Ελλείψει ειδικότερης ρύθμισης και κατ` εφαρμογή του άρθρου 591 παρ. 1 εδ. α` του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015) σύμφωνα με το οποίο: « τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών…», εφαρμοστέα είναι η διάταξη του άρθρου 271 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του ν. 4335/2015) και οι ισχυρισμοί του ανακόπτοντος θεωρούνται ομολογημένοι από τον ερημοδικαζόμενο καθ’ ου η ανακοπή. Ειδικότερα, το δικαστήριο ερευνά και στην περίπτωση αυτή αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση. Αν τη συζήτηση της ανακοπής επισπεύδει ο ανακόπτων και ο καθ’ ου η ανακοπή έχει κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα για τη συζήτηση της ανακοπής και δεν εμφανισθεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι περιεχόμενοι στην ανακοπή πραγματικοί ισχυρισμοί του ανακόπτοντος θεωρούνται ομολογημένοι.

Από την υπ’ αριθμ. ……./22-10-2021 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στην Περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, δικαστικού επιμελητή………………………. την οποία νομίμως με επίκληση προσκομίζουν οι ανακόπτοντες, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 21-10-2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …./21-10-2021 ανακοπής, με πράξη ορισμού δικασίμου για την ημεροχρονολογία που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και με κλήση προς συζήτηση στη δικάσιμο αυτή επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην καθ’ ης η ανακοπή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 122 παρ. .1, 123 , 126 παρ. 1 εδ. γ 127, 129, 228, 591 παρ. 1 στοιχ. α, 937 παρ. 3ΚΠολΔ. Η τελευταία, όμως, δεν παραστάθηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου (βλ. σχετ. τα ταυτάριθμα πρακτικά), και συνεπώς, πρέπει να δικασθεί ερήμην (άρθρα 271 παρ. 2 εδ. αΚΠολΔ, 591 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, όπως το πρώτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 δεύτερο του Ν. 4335/2015 και το δεύτερο αντικαταστάθηκε με το με το άρθρο 1 τέταρτο του Ν. 4335/2015, και 937 παρ. 3 ΚΠολΔ) δεδομένου, ότι επί υποθέσεων εκδικαζόμενων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, όπως η ανακοπή του άρθρου 933ΚΠολΔ, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 272ΚΠολΔ ως προς τον ανακόπτοντα, ως διάδικο που εισάγει τη δίκη της ανακοπής και 271 παρ. 2 εδ. α` και 3 του ΚΠολΔ ως προς τον καθ’ ου η ανακοπή, ως διάδικο κατά του οποίου στρέφεται το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο (άρθρο 591 παρ. 1 α`ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν και στην ανωτέρω υπό στοιχείο I νομική σκέψη.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση ανακοπή οι ανακόπτοντες ζητούν, κατ` εκτίμηση του δικογράφου,για τους αναφερόμενους σε αυτή ανακοπή λόγους, την ακύρωση της από 15-7-
2021 επιταγής προς πληρωμή παρά πόδας αντιγράφου εξ απογράφου των με αριθμούς 43/2013 και 599/2013 διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων και της με αριθμό …./9-9-2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Ιωαννίνων, με έδρα το Πρωτοδικείο Ιωαννίνων, …………………….., δυνάμει της οποίας, με βάση τους ανωτέρω δύο εκτελεστούς τίτλους,εκτίθεται στις 13-4-2022 σε αναγκαστικό δημόσιο (ηλεκτρονικό) πλειστηριασμό η ακίνητη περιουσία τους, που βρίσκεται στη θέση «……………» της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας ……………………. του Δήμου ……
Ιωαννίνων και περιγράφεται λεπτομερώς στο δικόγραφο, καθώς και να καταδικασθεί η καθ’ ης η ανακοπή στη δικαστική τους δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση ανακοπή παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου, που είναι αυτό του τόπου της αναγκαστικής εκτέλεσης, καθόσον ο εκτελεστός τίτλος δεν εκδόθηκε από το Ειρηνοδικείο (άρθρο 933 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το ν. 4335/2015), για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (614 επ. ΚΠολΔ ), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, αντίστοιχα, όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο όγδοο του ν. 4335/2015. Για την εκδίκασή της πρέπει να εφαρμοστούν οι σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά τον ν. 4335/2015, διότι η επιταγή, δυνάμει της οποίας επισπεύδεται η διαδικασία της ένδικης αναγκαστικής κατάσχεσης, επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 10-9-2021 (βλ.την σχετική επισημείωση επί της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας που φέρει τη σφραγίδα της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Ιωαννίνων, με έδρα το Πρωτοδικείο Ιωαννίνων, ……………..) ήτοι μετά την 1η-1-2016 (βλ. άρθρο ένατο παρ.2 και 3 του ν. 4335/2015-μεταβατικές διατάξεις). Η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ ασκήθηκε εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 934 παρ.1 περ. α’ ΚΠολΔ προθεσμίας των 45 ημερών, αφού η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης , δυνάμει της οποίας επιβλήθηκε η αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος της περιουσίας των ανακοπτόντων επιδόθηκε σε αυτούς στις 10-9- 2021 (βλ.την σχετική επισημείωση επί της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας που φέρει τη σφραγίδα της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Ιωαννίνων, με έδρα το Πρωτοδικείο Ιωαννίνων, …………………..) και η ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης στις 22-10-2021 (βλ.την υπ’ αριθμ. ……../22-10-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………………..) καθόσον οι λόγοι της ανακοπής αφορούν ελαττώματα της απαίτησης, αλλά και αντιρρήσεις κατά της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης και του εκτελεστού τίτλου, τα ελαττώματα του οποίου, παρότι δεν αναφέρονται στην ως άνω τροποποιηθείσα διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1
περ. α’ εδ. α’ ΚΠολΔ, ως λόγος που προβάλλεται εντός της προβλεπόμενης απ’ αυτή προθεσμίας, πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην προθεσμία αυτή και εξακολουθεί να αποτελεί παραδεκτό λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 παρ. 1 ΚΠολΔ, αφού στην τελευταία διάταξη οι αντιρρήσεις κατά του εκτελεστού τίτλου ρητά εξακολουθούν να αναφέρονται ως λόγο που μπορεί να
προβληθεί με την προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή ανακοπή (βλ. Ευδοξία Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015, Εισήγηση στην ΕΣΔΙ, ήδη δημοσιευθείσα στον Αρμενόπουλο 2016, τεύχος 1°). Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω η ανακοπή και ως προς το παραδεκτό, τη νομική και
ουσιαστική βασιμότητα των επιμέρους λόγων της.

II.Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Όμως, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ` αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Ειδικότερα, οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ` αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι` αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους (ΑΠ 1352/2011, ΕφΛαρ 17/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933ΚΠολΔ, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 του ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτέλεσης, ήτοι και όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ασκούμενου του σχετικού δικονομικού δικαιώματος με κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη ή όταν η άσκηση της αντίστοιχης αξίωσης χωρεί κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ώστε οι επαχθείς συνέπειες που δημιουργούνται από την άσκηση να δημιουργούν για τον υπόχρεο έντονη εντύπωση αδικίας (ΟλΑΠ 12/2009, ΟλΑΠ 49/2005, ΑΠ 261/2017, ΑΠ 1248/2010, ΑΠ 340/2006, ΜΠρΚορινθ 11/2020, όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η ανακοπτόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης πρέπει να ακυρωθεί, καθώς η καθ’ ης προέβη στην επίσπευση της σε βάρος τους διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης και στην επιβολή της ένδικης κατάσχεσης της ακίνητης περιουσίας τους, κατά παράβαση των ορίων που θέτουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος της, για τους ακόλουθους λόγους: αφενός διότι το ακίνητο επί της οποίου επιβλήθηκε η επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση αποτελεί την μοναδική κατοικία τους και αφετέρου διότι η καθ` ης καταχρηστικά προέβη στην επιβολή κατάσχεσης σε βάρος της περιουσίας τους ενώ οϊ ίδιοι με αλλεπάλληλα αιτήματα προς την καθ` ης είχαν ζητήσει την έγκρισή της προκειμένου να διακανονίσουν την οφειλή τους και βρίσκονταν με την καθ’ ης σε διαρκή επικοινωνία τόσο με ηλεκτρονική αλληλογραφία όσο και τηλεφωνικά, επιφέροντας έτσι δυσμενείς συνέπειες σε βάρος τους. Με αυτό το περιεχόμενο, ο οικείος λόγος ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.

Λόγω της ερημοδικίας της καθ’ ης η ανακοπή, τα συγκροτούντα την ιστορική βάση του προεκτεθέντος λόγου της υπό κρίσιν ανακοπής και επιδεκτικά ομολογίας πραγματικά περιστατικά θεωρούνται ομολογημένα (άρθρα 352 παρ. 1, 591 παρ. 1 εδ. α’, 614 και 937 παρ. 3ΚΠολΔ). Επομένως, ενόψει του ότι δεν υφίσταται ένσταση αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενη από το Δικαστήριο, πρέπει η κρινόμενη ανακοπή, κατά παραδοχή του ως άνω λόγου της και παρελκούσας της εξέτασης των λοιπών λόγων ανακοπής (ΑΠ 13/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη (άρθρα 271 παρ. 3, 591 παρ. 1 εδ. α`, 614 επ. και 937 παρ. 3ΚΠολΔ) και να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. ……/9-9-2021 έκθεση κατάσχεση ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας διορισμένης στο Εφετείο Ιωαννίνων, με έδρα το Πρωτοδικείο Ιωαννίνων, ……………

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου της ανακοπής ως ουσιαστικά βάσιμου και παρελκομένης της έρευνας των λοιπών λόγων της ανακοπής οι οποίοι καθίστανται πλέον άνευ αντικειμένου, εφόσον κατατείνουν στην ακύρωση της ίδιας έκθεση κατάσχεση ακίνητης περιουσίας (ΑΠ 1054/1999 ΕλλΔνη 40.1540, ΕφΑθ 1294/2009
ΕλλΔνη 52.190, ΕφΘεσ 2292/2006 ΧρΙΔ 2007.156, ΕφΑθ 5824/2001 ΕλλΔνη 43.185, ΕφΑΘ 260/2001 ΕλλΔνη 42.1372), να γίνει δεκτή η κρινόμενη ανακοπή ως βάσιμη κατ` ουσίαν και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. ……/9-9-2021 έκθεση κατάσχεση ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας διορισμένης στο Εφετείο Ιωαννίνων, με έδρα το Πρωτοδικείο Ιωαννίνων, ……………………. Περαιτέρω, η καθ’ ης πρέπει να καταδικαστεί, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των ανακοπτόντων(άρθρα 176, 189, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, άρθρα 63 επ. του ν. 4194/2013), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ, τέλος, παράβολο ερημοδικίας δε θα οριστεί, ως προς την κατ’ άρθρο 933ΚΠολΔ ανακοπή, καθόσον σε δίκες περί την εκτέλεση δεν επιτρέπεται η άσκηση του ενδίκου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 937 παρ. 1 στοιχ. β`ΚΠολΔ) (ΠΠρΠατρ 212/2014, ΠΠρΘεσ 6152/2013, ΜΠρΚαστ43/2020, ΜΠρΠατρ 150/1014, όλες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην την καθ’ ης η ανακοπή.

ΔΕΧΕΤΑΙ την υπό κρίση ανακοπή.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ τη με αριθμό ……./9-9-2021 έκθεση κατάσχεση ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας διορισμένης στο Εφετείο Ιωαννίνων, με έδρα το Πρωτοδικείο Ιωαννίνων,…..

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης η ανακοπή στην καταβολή των δικαστικών έξόδων των ανακοπτόντων, τα οποία καθορίζει στο τετρακοσίων (400) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στα Ιωάννινα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 10 Ιανουάριου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ