About This Case
The collaborator of our office, Mr. Konstantinos Tsoumanis, appeared in court. In the specific case, (Irrevocable) Decision 218/2020 of Law 3869/2010 (Law of Katseli), we succeeded in the total write-off of the mortgage loan with parallel rescue of the main residence, but also of all the other assets of the debtors.
In particular, as stated in the above decision, the primary obligation of the State according to article 2 par. 1 of the Constitution to respect and protect the value of man sets as a limit every state act, such as the court decision, the preservation of those living conditions that will allow him to live with dignity, while if the court deprives the debtor of this possibility, then he prioritizes the satisfaction of property rights over the value of man, in contrast to the above fundamental constitutional provision that governs the law and its interpretation. Therefore, if it is accepted that in the case of submitting a request for exemption of the principal residence of the over-indebted debtor, it is not permissible to set zero payments, Law 3869/2010 is essentially violated, because the over-indebted citizen will be entitled under the above law. will be found unprotected at the end of the proceedings and in fact this will have occurred under a court decision, which will also violate the general principle of law, during which no one is obliged to the impossible [MPChanion 236/2017, MPTHes 500/2016, Greece 2016.556, MPKor 187/2014, I. Venieris-Th. Katsas, ibid., Par. 1427-1435, pp. 613-619, in addition, for the general principle that no one is obliged to the weak, cf. ΑΠ 288/2000, ΔΕΕ 2000.743 and ΕφΑΘ 9738/1998, Greece 1999.200, which states that a correct legal system, faithful to the Aristotle principle that no one is obliged to do the impossible (Ethical Victories II! 1, 7, 1110a), which has a timeless and intra-local value, obviously favoring the really incapable of repaying his debts].
Αριθμός απόφασης 218/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
(Δικάζον ως εφετείο)
(Διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Θεοδώρα Τέτσιου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε• η Προϊσταμένη των Υπηρεσιών του Πρωτοδικείου Ιωαννίνων και τη Γραμματέα Ελένη Παππά.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 4η Μαρτίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1. ……………………… και 2. ………………………………………………………………………, αμφοτέρων κατοίκων ………………………………………….., οι οποίοι παραστάθηκαν στο Δικαστήριο διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Κωνσταντίνου Τσουμάνη (Α.Μ.404 Δ.Σ. Ιωαννίνων).
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1 Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ», με ΑΦΜ 094014249, που εδρεύει στην-Αθήνα, επί της οδού Σταδίου αριθ. 40, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της …………………….. (Α.Μ. ……………Δ.Σ. ……………), 2. ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» που εδρεύει στην Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο και 3. Νομικό πρόσωπο με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΕΦΚΑ)», που εδρεύει στην Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπούμενο, το οποίο δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο.
Ο αιτούντες άσκησαν, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων, τις από 10.03.2014 αρχικές αιτήσεις τους και τις από 25.07.2016 συμπληρωματικές αιτήσεις τους, με αριθμό έκθ. κατάθεσης 116 και 117/2014 και 53 και 54/2016, αντίστοιχα, με τις οποίες ζήτησαν να ρυθμισθούν οι οφειλές τους προς τα αναφερόμενα στις αιτήσεις πιστωτικά ιδρύματα κατά τις διατάξεις ν. 3869/2010. Επί των αιτήσεων αυτών εξεδόθη, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, η υπ’ αριθ. 72/2016 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων, η οποία, αφού απέρριψε τις υπΙ αριθ. 53 και 54/2016 αιτήσεις, έκανε εν μέρει δεκτές τις υπ’ αριθ. 116 και 117/2014•• αιτήσεις και ως ουσιαστικά βάσιμες. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι εκκαλούντες – αιτούντες με την από 20.04.2017 έφεσή τους, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με αριθμό 21/2017, αντίγραφο αυτής κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου με αριθ. εκθεσ. καταθ. 517/2017, η οποία προσδιορίσθηκε για να δικασθεί κατά τη δικάσιμο της 20.09.2017, κατά την οποία συζητήθηκε η υπόθεση, ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 214/2018 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία, αφού έγινε τυπικά δεκτή η έφεση, αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου, με επιμέλεια των αιτούντων να προσκομισθούν τα αναφερόμενα στην απόφαση έγγραφα. Ακολούθως, οι εκκαλούντες – αιτούντες επανέφεραν προς συζήτηση την ως άνω έφεση, με την από 14.09.2018 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης 956/2018 κλήση, και ορίσθηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία και συζητήθηκε η υπόθεση.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 294, 295, 297 και 299 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, προκύπτει ότι η παραίτηση από το δικόγραφο του ενδίκου μέσου που έχει ασκηθεί, άρα και από το δικόγραφο της έφεσης (άρθρο 495 παρ. 1 του ΚΠολΔ), μπορεί να γίνει χωρίς τη συναίνεση του αντιδίκου του παραιτουμένου, πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, είτε από τον ίδιο τον διάδικο είτε από τον κατ’ άρθρο 96 του ΚΠολΔ πληρεξούσιο δικηγόρο του, ο οποίος μάλιστα δεν απαιτείται να έχει ειδική προς τούτο (για την παραίτηση από το δικόγραφο) πληρεξουσιότητα (αφού αυτή κατ’ άρθρο 98 του ΚΠολΔ απαιτείται για την παραίτηση από το σχετικό του δικαίωμα), αρκούσης και της γενικής (άρθρα 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 του ΚΠολΔ).Η νομότυπη ως άνω παραίτηση έχει ως συνέπεια ότι η έφεση θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε και επιφέρει αντίστοιχη (ανάλογη με το περιεχόμενο και την έκταση της) κατάργηση της δίκης (ΟλΑΠ 25/2005 ΕλλΔνη 46. 721, ΑΠ 153/2011 ΕφΑΔ 2011. 963, ΑΠ 776/2010 ΕΝαυτΔ 2011. 314, ΑΠ 633/2010 ΤΝΠ Νόμος). Μάλιστα, η ως άνω παραίτηση, δηλαδή αυτή που γίνεται πριν την έναρξη της συζήτησης,-αποκλείει τη δυνατότητα του δικαστηρίου έρευνας του τύποις παραδεκτού και βάσιμου των λόγων της εφέσεως, καθόσον προηγείται η εξέταση της νομότυπης παραίτησης. Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκκαλούντες με το υπ’ αριθ. 506/2029 δικόγραφο που επέδωσαν στο τρίτο εφεσίβλητο, ν.π.δ.δ., παραιτούνται από το δικόγραφο της με αριθμό έκθ. κατάθεσης 21/2017 εφέσεως τους ως προς αυτό, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. 3553Β/11.06.2019.έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Ιωαννίνων, με έδρα το Πρωτοδικείο Ιωαννίνων, Λαμπρινής ΤΣΑΧΑΛΑ. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί η έφεση ως μη ασκηθείσα ως προς το τρίτο εφεσίβλητο (άρθρα 295 παρ. 1, 297 και 299 του ΚΠολΔ) και να καταργηθεί η δίκη ως προς αυτό.
Με την από 14.09.2018 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης 956/2018 κλήση των εκκαλούντων – αιτούντων, νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση η από 20.04.2017 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης 21/2017 έφεσή τους, κατά της υπ’ αριθ. 72/2016 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων, το οποίο δίκασε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 214/2018 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία, αφού έγινε τυπικά δεκτή η έφεση, διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να προσκομισθούν με επιμέλεια των αιτούντων τα αναφερόμενα στην ως άνω απόφαση έγγραφα.
Από την με αριθμό 11.367/27.02.2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Νικολάου Σπηλιόπουλου, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι καλούντες – εκκαλούντες, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της αίτησης -• κλήσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 04.03.2020, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στη δεύτερη εφεσίβλητη (άρθρα 126 παρ. 1 περ. γ’, 127 και 129 σε συνδυασμό με 741 ΚΠολΔ και 3εδ.β Ν. 3869/2010).
Επομένως, η δεύτερη των εφεσιβλήτων, η οποία δεν παραστάθηκε στην παρούσα δικάσιμο, όταν εκφωνήθηκε και συζητήθηκε η υπόθεση με τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο (βλ. τα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως), πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο απαιτείται ωστόσο να προχωρήσει στη συζήτηση της εφέσεως σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρα 524 παρ. 4 και 764 παρ. 2 ΚΠολΔ), δίχως να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας, διότι δεν επιτρέπεται εν προκειμένω η άσκηση του ένδικου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 14 Ν. 3869/2010).
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3869.2010, “φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες), δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή”. Η προϋπόθεση της έλλειψης πτωχευτικής ικανότητας διατυπώνεται από τον νομοθέτη αρνητικά. Το σχετικό αρνητικό γεγονός δεν είναι κατ’ αρχήν απαραίτητο να διαλαμβάνεται στην αίτηση ως στοιχείο ενεργητικής νομιμοποίησης. Σύμφωνα με τον σκοπό του νόμου, στη ρύθμιση του νόμου υπάγονται μόνο φυσικά πρόσωπα, και μάλιστα πρόσωπα που δεν ασκούν αυτοτελή οικονομική δραστηριότητα, που να τους προσδίδει την ιδιότητα του εμπόρου. Προσθέτως, υπάγονται και όσοι ήταν έμποροι, έπαψαν όμως την εμπορία ή την οικονομική τους δραστηριότητα, χωρίς κατά την παύση αυτή να έχουν παύσει τις πληρωμές τους (άρθρ. 2 παρ. 3 ΠτΚ) (εντάσσονται στο Ν.3869/2010, αν έπαυσαν να έχουν εμπορική ιδιότητα, συνέχισαν τις πληρωμές και έπειτα περιήλθαν σε αδυναμία πληρωμών), υπάγονται και οι “μικροέμποροΓ, για τους οποίους το κέρδος από την άσκηση εμπορικών πράξεων αποτελεί αμοιβή του σωματικού τους μόχθου και κόπου και όχι κερδοσκοπικής δραστηριότητας (ΑΠ 947/1995), όπως είναι π.χ. η μοδίστρα, ο υπαίθριος μικροπωλητής σε πάγκους, αγορές και πανηγύρια, ο γυρολόγος, ο πλανόδιος λαχειοπώλης κ.λπ., καθώς αυτοί είναι βιοπαλαιστές έτοιμοι να τραπούν εις άλλα βιοποριστικά επαγγέλματα από εποχής εις εποχήν και επομένως δεν έχουν κατά τα ισχύοντα στον ΠτΚ πτωχευτική ικανότητα (ΑΠ 947/1995). Αντιθέτως δεν υπάγονται στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 οι οφειλέτες που κατά τον χρόνο της παύσεως των πληρωμών είχαν την εμπορική ιδιότητα (αν έπαυσαν τις πληρωμές, όταν ήταν ακόμα έμποροι τότε απορρίπτεται η αίτηση). Η εμπορική ιδιότητα, είτε υφιστάμενη, είτε αναγόμενη στο παρελθόν κατά το χρονικό όμως σημείο κατά το οποίο έπαυσαν οι πληρωμές, είναι η προϋπόθεση που προσδίδει πτωχευτική ικανότητα στο φυσικό πρόσωπο, αποκλείοντας την υπαγωγή του στο πεδίο εφαρμογής του νόμου. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠτΚ (Ν. 3588/2007) πτωχευτική ικανότητα έχουν όι έμποροι. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΕμπΝ. και τη. διδασκαλία του εμπορικού δικαίου, έμπορος είναι ο κατά σύνηθες επάγγελμα ασκών εμπορικές πράξεις. Οι έμποροι επομένως, για τους οποίους μάλιστα βάσει του άρθρου 8 παρ. 2 του Διατάγματος περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων ισχύει το τεκμήριο της εμπορικότητας, σύμφωνα με το οποίο όλες οι συναλλαγές που γίνονται από τον έμπορο τεκμαίρεται ότι γίνονται χάριν της εμπορίας του, αποκλείονται από την εφαρμογή του ν. 3869/2010, στη ρύθμιση του οποίου, συνεπώς, δεν υπάγονται ούτε τα ιδιωτικά χρέη του εμπόρου. ΓΓ αυτούς, σε περίπτωση αδυναμίας εκπληρώσεως των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεών τους κατά τρόπο γενικό και μόνιμο (παύση πληρωμών), ισχύουν οι ρυθμίσεις του Ν. 3588/2007 (ΠτΚ) και όχι αυτές του Ν. 3869/2010 (βλ. ΑΠ 803/2017 δημοσιευμένη στην ΤρΝομΠληρ ΝΟΜΟΣ), Επομένως, κρίσιμο διάστημα για την εφαρμογή ή μη.του νόμου, αποτελεί •η ιδιότητα του αιτούντος οφειλέτη ως εμπόρου ή μη, βασικά, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως (Αθ. Κρητικός, ο.π., σ. 39, Βενιέρης – Κατσάς, ο.π., σελ, 57).
Συνεπώς, καθίσταται σαφές, ότι ένας οφειλέτης που είχε την εμπορική ιδιότητα για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά δεν την έχει κατά την κατάθεση της αίτησης στο Ειρηνοδικείο, δεν κωλύεται να ακολουθήσει τη διαδικασία του Ν. 3869/2010 αν έπαυσε τις πληρωμές μετά την παύση της εμπορικής δραστηριότητας καθώς δεν έχει πλέον πτωχευτική ικανότητα (ΕιρΧαν 333/2011, αδημ.). Αντιθέτως, έχει υποχρέωση να ακολουθήσει τη διαδικασία του Ν. 3869/2010 σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμών αν λάβει αυτή χώρα μετά την απώλεια της εμπορικής ιδιότητας, καθώς για αυτόν αποκλείεται η διαδικασία του ΠτΚ. Έτσι, παρέχεται ασφάλεια δικαίου αλλά και προστασία πάντοτε τόσο στον οφειλέτη όσο και στους πιστωτές του. Διαφορετική λύση θα καθιστούσε μετέωρο κάποιο πρόσωπο που δε θα μπορούσε ούτε στο Ν. 3869/2010 να υπαχθεί αλλά ούτε και στον ΠτΚ καθώς δεν θα είχε την πτωχευτική ικανότητα κατά το άρθρο 2 παρ. 3 ΠτΚ. Σε κάθε περίπτωση πρέπει αυτό το πρόσωπο να έχει απωλέσει την εμπορική του ιδιότητα, και όχι απλώς να έχει περιορίσει την εμπορική του δραστηριότητα καθώς σε μία τέτοια περίπτωση διατηρεί την πτωχευτική του ικανότητα και υπάγεται στον ΠτΚ (Βενιέρης – Κατσάς, ο.π., σελ. 57). Συχνά η πτωχευτική ικανότητα, υπό τη θετική της εκδοχή, προβάλλεται από τους παρισταμένους πιστωτές του αιτούντος κατ’ ένσταση, πλην όμως μπορεί να ληφθεί υπ’ όψιν και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Η απόδειξη των σχετικών ισχυρισμών τους θα έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αίτησης, όχι πλέον λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης, αλλά κατ’ ουσίαν λόγω μη συνδρομής ουσιαστικής προϋποθέσεως (ΕιρΑΘ 17/2011, ΕιρΑΘ 43/2011, ΕιρΑΘ 55/2011, αδημ., Αθ, Κρητικός, ο.π., σ. 50, Ε. Κιουπτσίδου, Αρμενόπουλος, τόμος 64, Ανάτυπο, σ. 1475 και .476, Πρβλ. όμως ΕιρΑΘ 29/2011, αδημ., με την οποία η αίτηση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω εμπορικής ιδιότητας της αιτούσας και ΕιρΠειρ 64/2011, αδημ., με την οποία η αίτηση απορρίφθηκε ως μη νόμιμη διότι τα παρατιθέμενα στην αίτηση του οφειλέτη χρέη ήταν εμπορικά). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 2 ν. 3869/2010, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του μέ το ν. 4161/2013, «ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης, ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, που χρησιμεύει ας κύρια κατοικία του, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης, κατοικίας, προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο ρυθμίζει την ικανοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών σε συνολικό ποσό που μπορεί να ανέρχεται μέχρι και στο ογδόντα τοις εκατό (80%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας. Η ρύθμιση μπορεί να προβλέπει και περίοδο χάριτος. Και ναι μεν το άρθρο 9 αντικαταστάθηκε με την παρ. 18 του άρθρου 1 της υποπαρ. Α. 4 της παρ. Α του άρθρου 2 του ν.4336/2015, αλλά η αντικατάσταση αυτή καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 2 της υποπαρ. Α.4 της παρ. Α του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, μόνον τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, δημοσιεύθηκε δε αυτός με το ΦΕΚ Α 94/14.8.2015, ενώ και η αντικατάσταση του άρθρου 9 ν. 3869/2010 (όπως είχε ήδη αντικατασταθεί) εκ νέου με το άρθρο 14 παρ. 7 και 11 ν. 4346/2015, σύμφωνα με την παρ. 11 του αυτού άρθρου και νόμου αρχίζει να ισχύει από 1.1.2016 και επίσης δεν καταλαμβάνει εκκρεμείς υποθέσεις, καθώς και αιτήσεις που έχουν κατατεθεί έως και 31.12.2015. Η εξαίρεση αυτή της κύριας κατοικίας του υπερχρεωμένου οφειλέτη από τη ρευστοποίηση εκπορεύεται καταρχάς από την ανάγκη προστασίας του, ώστε να αποκατασταθεί γενικά η κοινωνική συνοχή (που αποτελεί πάντοτε σκοπό του θετού δικαίου), η οποία έχει διαρραγεί, λόγω του μεγάλου αριθμού ιδιωτών οφειλετών στο κοινωνικό πεδίο των συμβατικών εν νόμων σχέσεων προς πιστωτικά ιδρύματα, αλλά και ειδικά, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα σε έκαστο υπερχρεωμένο κοινωνό (φυσικό πρόσωπο), να αποτελέσει εκ νέου δυναμικό παράγοντα της οικονομικής – συναλλακτικής κοινωνίας. Δικαιολογείται, όμως, ειδικότερα από την ανάγκη προστασίας της κύριας κατοικίας του, η οποία, υπό την έννοια της οικογενειακής στέγης, ως κοινωνικό αγαθό, απολαμβάνει συνταγματικής προστασίας, κατ’ άρθρο 21 του Συντάγματος. Από τη γραμματική και μόνο διατύπωση του νόμου συνάγεται ευθέως ότι το ποσό των απαιτήσεων που μπορεί με τον τρόπο αυτό να ικανοποιηθεί, ως αντάλλαγμα, δύναται να ανέρχεται σε ποσοστό 80% της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας κατ’ ανώτατο ύψος και όχι κατά κατώτατο. Περαιτέρω, ο νόμος δεν παραθέτει κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους των μηνιαίων καταβολών για το χρέος αυτό, που επιβάλλεται στον οφειλέτη ως πρόσθετο, ώστε να επωφεληθεί από την εξαίρεση της εκποίησης της κύριας κατοικίας. Γενικά κριτήρια είναι η ηλικία του οφειλέτη, η παρούσα οικονομική του κατάσταση και η προοπτική βελτίωσης της, όπως τα κριτήρια αυτά συνάγονται με συστηματική ερμηνεία από την ανάλογη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 5 ν, 3869/2010, καθώς εξάλλου η προστασία αυτή δεν παρέχεται σε όλους τους οφειλέτες, αλλά σε αυτούς που η αξία της κατοικίας τους δεν υπερβαίνει ένα όριο. Συνεπώς, όταν το επιτρέπουν εξαιρετικοί λόγοι, όπως ηλικίας, προβλημάτων υγείας και ανεργίας, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει και κατώτερο ποσό από το ανώτατο επιτρεπόμενο, ακόμη και μηδενικό, σε περίπτωση που είναι αδύνατη η όποια καταβολή, χωρίς την υποβάθμιση του ανεκτού ορίου της ανθρώπινης διαβίωσης. Αντίθετη άποψη θα οδηγούσε στο άτοπο, σε περίπτωση που συντρέχουν οι εξαιρετικές περιπτώσεις του άρθρου 8 παρ. 5 του ως άνω νόμου και ο οφειλέτης έχει ανεπαρκές εισόδημα, να ορίζονται μεν μηδενικές καταβολές για την υπαγωγή στη ρύθμιση, πλην όμως να ορίζονται μηνιαίες δόσεις για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας του από την εκποίηση, τη στιγμή μάλιστα που θα έχει ήδη κριθεί ότι ο οφειλέτης αδυνατεί να ανταποκριθεί λόγω των εξαιρετικών περιστάσεων και του ανεπαρκούς του εισοδήματος σε οποιαδήποτε καταβολή. Ωστόσο, ο ορισμός μηδενικών καταβολών ευρίσκεται εντός των νομοθετημένων ορίων και επιλογών, αφού στη μεν περίπτωση της παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010 επιτρέπεται ρητά να οριστούν μηδενικές καταβολές, στη δε περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 9 επιτρέπεται τούτο με το να τίθεται μόνο το ανώτατο όριο ποσοστού 80% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου. Το επιτρεπτό μηδενικής καταβολής και κατά την εφαρμογή του άρθρου 9 του ως άνω νόμου προκύπτει και από την ερμηνεία της διάταξης αυτής κατά τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου. Ειδικότερα, η κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας να σέβεται και να προστατεύει την αξία του ανθρώπου θέτει ως όριο κάθε πολιτειακής πράξης, όπως είναι και η δικαστική απόφαση, τη διατήρηση εκείνων των συνθηκών διαβίωσης του πολίτη που θα του επιτρέπουν να ζει με αξιοπρέπεια, ενώ εάν το δικαστήριο στερήσει αυτή τη δυνατότητα στον υπερχρεωμένο οφειλέτη, τότε προκρίνει έναντι της αξίας του ανθρώπου την ικανοποίηση περιουσιακών δικαιωμάτων, σε αντίθεση με την ως άνω• θεμελιώδη συνταγματική διάταξη που διαπνέει το δίκαιο και την ερμηνεία του. Συνεπώς, εάν γίνει δεκτό ότι στην περίπτωση υποβολής αιτήματος εξαίρεσης της κύριας κατοικίας υπερχρεωμένου οφειλέτη δεν είναι επιτρεπτό να οριστούν μηδενικές καταβολές, ουσιαστικά καταστρατηγείται ο ν. 3869/2010, διότι ο υπερχρεωμένος πολίτης, ενώ θα δικαιούται με βάση τις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου, θα βρεθεί στο τέλος της διαδικασίας απροστάτευτος και μάλιστα τούτο θα έχει επισυμβεί δυνάμει δικαστικής απόφασης, με την οποία θα παραβιάζεται και η γενική αρχή του-δικαίου,^ κατά την οποία κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα [ΜΠΧανίων 236/2017, ΜΠΘεσ 500/2016, ΕλλΔνη 2016.556, ΜΠΚορ 187/2014, I. Βενιέρης-Θ. Κατσάς, ό.π., παρ. 1427-1435, σελ. 613-619, επιπλέον, για τη γενική αρχή ότι ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα βλ. ΑΠ 288/2000, ΔΕΕ 2000.743 και ΕφΑΘ 9738/1998, ΕλλΔνη 1999.200, στην οποία αναφέρεται ότι «ένα ορθό σύστημα δικαίου, πιστό στην Αριστοτέλεια αρχή ότι ουδείς υποχρεούται να πράξει τα αδύνατα (Ηθικά Νικομάχεια II! 1, 7, 1110α), που έχει διαχρονική και διατοπική αξία, προδήλως ευνοεί τον πράγματι ανίκανο να εξοφλήσει τις οφειλές του].
Από την επανεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα από τη χωρίς όρκο εξέταση της δεύτερης των αιτούντων και ήδη εκκαλούσας στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, από το σύνολο των εγγράφων που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως και αυτών που επικαλούνται και προσκομίζουν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 765 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση εκδίκαση των υποθέσεων του Ν. 3869/2010, ένεκα της γενικής παραπομπής του νόμου αυτού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 εδαφ. β’ Ν. 3869/2010 στις διατάξεις περί εκούσιας δικαιοδοσίας του ΚΠολΔ; καθώς-και από τα προσκομϊζόμένά μετ’ επικλήσεως από τους εκκαλούντες έγγραφα, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 214/2018 μη οριστική απόφαση του παρόντος δικαστηρίου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος αϊτών, γεννηθείς το έτος 1972, εργάζεται ως αργυροχόος και διατηρούσε εργαστήριο κατασκευής ειδών κοσμηματοποιίας στην Ελεούσα Ιωαννίνων και συγκεκριμένα στο ισόγειο της διώροφης κατοικίας του, χωρίς να απασχολεί προσωπικό, με κυρίαρχο στοιχείο στην άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας τη σωματική του καταπόνηση, το δε κέρδος που αποκομίζει από το ως άνω επάγγελμα αποτελεί περισσότερο αμοιβή του σωματικού του κόπου και μόχθου και όχι κερδοσκοπικών συνδυασμών, καθώς δεν έχει ανάληψη κινδύνου, επενδυμένο κεφάλαιο και τέτοιας έκτασης δραστηριότητα και δομή λειτουργίας επιχείρησης που να παραπέμπει σε εμπορική δραστηριότητα, με σκοπό το κέρδος. Μάλιστα, τις ανωτέρω εργασίες της επιχείρησής τού διέκοψε το μήνα Νοέμβριο του 2013, ενώ τον ίδιο μήνα διεγράφη και από τα μητρώα ασφαλισμένων του ΟΑΕΕ, λόγω της συρρίκνωσης του εισοδήματος του που επέφερε ή γενικότερη οικονομική κρίση. Έκτοτε είναι γραμμένος στα μητρώα του ΟΑΕΔ. Επομένως, δε διαθέτει εμπορική ιδιότητα, και ως εκ τούτου στερείται πτωχευτικής ικανότητας και συμπεριλαμβάνεται στα υπαγόμενα στη ρύθμιση του νόμου πρόσωπα. Παράλληλα ασχολείται και με γεωργικές εργασίες, από τις οποίες αποκερδαίνει ένα μικρό επιπλέον εισόδημα, ενώ λαμβάνει και το ποσό των 200,00 ευρώ, περίπου, ετησίως, από επιδότηση αγροτικών προϊόντων. Ο αϊτών προσπάθησε να ανεύρει άλλη εργασία, κατά τη διάρκεια των ετών 2015 και 2016, αλλά εις μάτην λόγω της οικονομικής κρίσης σε συνδυασμό με τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούν, καθώς υπέστη τρεις φορές πνευμονική εμβολή. Είναι έγγαμος με τη δεύτερη αιτούσα, γεννηθείσα το έτος 1972, με την οποία έχουν αποκτήσει ένα τέκνο, το Μάριο, που γεννήθηκε το έτος 2007, και διαμένει μαζί με τους γονείς του στην ιδιόκτητη κατοικία του αιτούντος στην Ελεούσα Ιωαννίνων. Τα περιουσιακά στοιχεία που διαθέτει ο αιτών είναι η διώροφη οικία, μετά υπογείου, συνολικού εμβαδού 270,71 τ.μ., αποτελούμενη από υπόγειο εμβαδού 157 τ.μ., αντικειμενικής αξίας 23.864,00 ευρώ, ισόγειο εμβαδού 151 τ.μ., αντικειμενικής αξίας 34.428, ευρώ και πρώτο όροφο εμβαδού 119,71 τ.μ., αντικειμενικής αξίας 83.587,51 ευρώ, κατασκευασμένα επί οικοπέδου συνολικού εμβαδού 700 τ.μ., αντικειμενικής αξίας 16.307,29 ευρώ, που βρίσκεται στην Ελεούσα Ζίτσας Ιωαννίνων, σύμφωνα με τα φύλλα αντικειμενικού προσδιορισμού αξίας ακινήτων της συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Δήμητρας Θεοδωροπούλου). Ο πρώτος όροφος αποτελεί την κύρια κατοικία του αιτούντος και της οικογένειάς του, ενώ για το ισόγειο όροφο, όπως ο ίδιος ο αιτών αναφέρει, έχει ήδη βρει μισθωτή, χωρίς όμως να αποδεικνύεται το ποσό του μισθώματος. Επίσης, είναι κύριος, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου αγροτεμαχίου, εμβαδού 2.499 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «Βοιδολίβαδο» της τοπικής κοινότητας Ελεούσας Ιωαννίνων, καθώς και ενός οχήματος, μάρκας Volkswagen Transporter, με έτος πρώτης κυκλοφορίας το 2003. H δεύτερη αιτούσα, σύζυγος του πρώτου αιτούντος, είναι φιλόλογος και διατηρούσε στο παρελθόν φροντιστήριο μέσης εκπαίδευσης θεωρητικής κατεύθυνσης τη λειτουργία του οποίου διέκοψε το μήνα Αύγουστο του έτους 2008, οπότε και διεγράφη και από τα μητρώα του ΟΑΕΕ και έκτοτε τυγχάνει άνεργη, εγγεγραμμένη στο Μητρώο Ανέργων του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού. Η διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησή της, η οποία ήδη υπολειτουργούσε από το έτος 2007 συνέπεσε με τη γέννηση του μοναδικού της τέκνου, τη φροντίδα του οποίου ανέλαβε αποκλειστικά η ίδια αφού δεν υπήρχαν τότε αλλά και τώρα συγγενικά πρόσωπα για τη συνδράμουν. Αδυνατεί δε να ανεύρει εργασία, λόγω της οικονομικής κρίσης ήδη από το 2010, εξαιτίας της οποίας οι γονείς στρέφονται περισσότερο στα ομαδικά φροντιστήρια παρά στα ιδιαίτερα, αλλά και της μακράν απουσίας της από το χώρο, λόγω της φροντίδας του τέκνου της σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στην Ελεούσα υπάρχουν δύο φροντιστήρια, ενώ τη δυσκολία ανεύρεσης εργασίας επιτείνει το γεγονός ότι πάσχει από χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, που επηρεάζει την καθημερινότητα της παρά τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής. Η αιτούσα δεν διαθέτει άλλα εισοδήματα εκτός από το επίδομα Α21 του ανηλίκου τέκνου της, ποσού 380,00 ευρώ, ετησίως, ενώ τους αιτούντες συνδράμει η θεία της αιτούσας, συνταξιούχος του ΙΚΑ. Το μοναδικό στοιχείο που διαθέτει είναι ένα ελαιοστάσιο, εμβαδού 12.000,00 τ.μ. το οποίο βρίσκεται στη θέση «Πυργάκια» της τ.κ. Αγίου Νικολάου Σττάτων Δήμου Δυτικής Αχαΐας, ενώ αποδείχθηκε ότι δεν είναι προσοδοφόρο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το εισόδημα του αιτούντος κατά το φορολογικό έτος 2014 (χρήση 2014), ανήλθε σε 855,00 ευρώ και το φορολογικό έτος 2015 (χρήση 2015) ανήλθε σε 712,50 ευρώ, ενώ το εισόδημα της αιτούσας κατά το φορολογικό έτος 2014 (χρήση 2014), ανήλθε σε 85,00 ευρώ και το .φορολογικό έτος 2015 (χρήση 2015) ανήλθε σε 500,00 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες πράξεις διοικητικού προσδιορισμού φόρου της ΑΑΔΕ των αντίστοιχων ετών. Ενόψει των ανωτέρω, το ποσό που είναι αναγκαίο για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών των αιτούντων ανέρχεται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, στο ποσό των 600,00, μηνιαίως, όπως προκύπτει και από τα αναφερόμενα των ιδίων στο δικόγραφο της κρινόμενης έφεσής τους. Για τον προσδιορισμό των βιοτικών αναγκών των αιτούντων, άλλωστε, λαμβάνονται υπόψη ιδία οι ανάγκες των ανωτέρω για τροφή, ένδυση, θέρμανση κατά τους χειμερινούς μήνες, οι δαπάνες για μη καλυπτόμενη από τους κοινωνικοασφαλιστικούς οργανισμούς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ενόψει και των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζουν, οι αναγκαίες μηνιαίες δαπάνες για υδροδότηση, ηλεκτροδότηση, τηλεφωνική σύνδεση και μετακινήσεις, η έλλειψη εν προκειμένω δαπάνης για μηνιαίο μίσθωμα, η έλλειψη ιδιαζουσών συνθηκών, η ύπαρξη τυχόν ανελαστικών δαπανών, καθώς και το γεγονός ότι ο αιτούντες ως οφειλέτες οφείλουν να μειώσουν στο ελάχιστο τις δαπάνες τους και δη μόνο στις απολύτως απαραίτητες (βλ. εν γένει για τα κριτήρια προσδιορισμού των βιοτικών αναγκών, αντί άλλων, Βενιέρη/Κατσά, ο.π., β’ έκδ., σελ. 368-369). Για τον προσδιορισμό, δηλαδή, των βιοτικών αναγκών του εκάστοτε οφειλέτη και εν προκειμένω των αιτούντων, αφενός μεν δεν λαμβάνεται υπόψη ένα γενικό, μέσο πρότυπο, αλλά οι συνήθεις συνθήκες ζωής του συγκεκριμένου αιτούντος ως οφειλέτη, αφετέρου δε, λαμβάνεται υπόψη ότι διά της παρούσας διαδικασίας σκοπείται .και εν τέλει επιτυγχάνεται (δυνητικά) η απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του, εξαιτίας των οποίων περί ήλθε σε κατάσταση υπερχρέωσης και τα οποία αδυνατεί να αποπληρώσει•, γεγονός το οποίο κατά την καλή πίστη (βλ. άρθρο 281 ΑΚ, αλλά και 25 παρ. 1 του Συντάγματος αναφορικά με τη θυσία, που υφίστανται και οι πιστωτές, καθώς και το κοινωνικά αποδεκτό μέτρο της θυσίας αυτής) λειτουργεί ως αντίβαρο στην ενσωμάτωση στις βιοτικές ανάγκες υπερβολικών απαιτήσεων (βλ.αντί άλλων Βενιέρη σε Βενιέρη/Κατσά, ο.π., γ’ έκδ., 2016, σελ. 495, στον αρ. περ. / 1135). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την. . κατάθεση των ένδικων αιτήσεων, και συγκεκριμένα το 2006, ο αιτών είχε λάβει από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», ειδική διάδοχος της οποίας τυγχάνει η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία. «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ», δύο δάνεια, εκ των οποίων το ένα στεγαστικό, από τα οποία όφειλε ως το μήνα Φεβρουάριο του 2016 το συνολικό ποσό των 68.165,29 ευρώ, εις ολόκληρον με την αιτούσα σύζυγό του, τα οποία εξασφαλίζονται με προσημείωση υποθήκης στην ανωτέρω κύρια κατοικία του και τα οποία συνεχίζουν να τοκίζονται έως την έκδοση αποφάσεως. Η δε αιτούσα έχει λάβει από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», το έτος 2006, μια πιστωτική κάρτα από την οποία όφειλε κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης το ποσό των 1.069,23 ευρώ, ενώ από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», ειδική διάδοχος της οποίας τυγχάνει η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ», έλαβε δύο δάνεια, εκ των οποίων το ένα στεγαστικό, από τα οποία όφειλε ως το μήνα Φεβρουάριο του 2016 το συνολικό ποσό των 68.165,29 ευρώ, εις ολόκληρον με τον αιτούντα σύζυγό της, τα οποία εξασφαλίζονται με προσημείωση υποθήκης στην ανωτέρω κύρια κατοικία του και τα οποία συνεχίζουν να τοκίζονται έως την έκδοση αποφάσεως (άρθ. 6 παρ. 3 ν. 3869/2010), σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από τις πιστώτριες τους αναλυτικές καταστάσεις οφειλών, σε συνδυασμό με τα αντίγραφα των σχετικών συμβάσεων. Από την παράθεση των ως άνω δεδομένων, προκύπτει ότι τα εισοδήματα των αιτούντων δεν τους επιτρέπει να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις προς τους καθ’ ων πιστωτές τους, με αποτέλεσμα να περιέλθουν χωρίς υπαιτιότητά τους σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, καθώς αδυναμία πληρωμών σημαίνει ανικανότητα του οφειλέτη να εξοφλήσει τους πιστωτές του λόγω έλλειψης ρευστότητας, δηλαδή έλλειψης όσων χρημάτων απαιτούνται για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκρίνεται στα ληξιπρόθεσμα χρέη του, η δε αδυναμία τους αυτή δεν οφείλεται σε δόλο, εφόσον κάτι τέτοιο δεν αποδείχτηκε. Αδυναμία, άλλωστε, συνιστά όχι απαραίτητα κάποιο έκτακτο γεγονός, αλλά και άλλοι παράγοντες όπως αστοχία σχετικά με τις οικονομικές δυνατότητες του δανειολήπτη, ατυχείς προγραμματισμοί, επιθετικές πρακτικές προώθησης των πιστώσεων, εισοδηματική στενότητα, υψηλά επιτόκια κλπ, στοιχεία που εν πολλοίς συνέτρεχαν και στην προκειμένη περίπτωση. Η αδυναμία τους δε είναι γενική, καθώς με το μηνιαίο εισόδημά τους οι αιτούντες, ακόμη και με την οικονομική συνδρομή του συγγενικού τους, αδυνατούν να καλύψουν το σύνολο των δανειακών τους υποχρεώσεων και• των λοιπών δαπανών για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της οικογένειας τους. Περαιτέρω, η αδυναμία τους είναι και μόνιμη, επειδή δεν αναμένεται αύξηση του οικογενειακού εισοδήματος κατά το προσεχές μέλλον. Δεν αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι οι αιτούντες βαρύνονται με οιουδήποτε είδους δόλο σχετικά την ανάληψη των χρεών τους, όπως ορθά έκρινε η απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά το μη εκκληθέν κεφάλαιο αυτής. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι με πράξεις ή παραλείψεις τους επεδίωξαν την αδυναμία πληρωμών τους ή προέβλεψαν μεν ότι οδηγούνται σε αδυναμία πληρωμών, αλλά εντούτοις δεν άλλαξαν συμπεριφορά αποδεχόμενοι το αποτέλεσμα. Τουναντίον, αποδείχθηκε ότι η αλλαγή των προβλέψεων των αιτούντων οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες, και δη στην ενσκύψασα οικονομική κρίση, που αυτοί δεν μπορούσαν να προβλέψουν και να αποτρέψουν σε χρόνο μεταγενέστερο της σύναψης των δανειακών τους συμβάσεων και η συνεπεία αυτής σημαντική μείωση των εισοδημάτων τους, σε συνδυασμό με τα προβλήματα υγείας που παρουσίασαν και την αύξηση του κόστους ζωής, αποτέλεσαν τις βασικές αιτίες της αδυναμίας τους να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους. Όπως προαναφέρθηκε, ο πρώτος αϊτών βιοπορίζεται κυρίως από τα μηδαμινά εισοδήματά του από τις αγροτικές εργασίες του και την περιστασιακή εργασία του ως αργυροχόος. Τα εισοδήματα των αιτούντων δεν εμφανίζουν προοπτική βελτίωσης λαμβανομένης υπόψη της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας και της ηλικίας τους, καθώς και του γεγονότος ότι αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, που δυσχεραίνουν την ανεύρεση εργασίας. Με βάση τα ανωτέρω, κρίνεται ότι τα περιουσιακά στοιχεία τους δεν είναι επαρκή για την ικανοποίηση των πιστωτών τους, ενώ αυτοί συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στη ρύθμιση του ν. 3869/2010. Συγκεκριμένα, λόγω των εξαιρετικών περιστάσεων που συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση και αναλύθηκαν προηγουμένως, ήτοι του ανεπαρκούς εισοδήματος για την κάλυψη στοιχειωδών βασικών αναγκών των αιτούντων και της οικογένειάς τους, σε συνδυασμό με τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζουν, πρέπει, για τη ρύθμιση των χρεών τους να οριστούν μηδενικές μηνιαίες καταβολές προς την πιστωτές τους για τον υπολοιπόμενο χρόνο της τριετούς ρύθμισης, όπως επιβάλλεται και από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, που θεσπίζει την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας να προστατεύει την αξία του ανθρώπου και θέτει ως όριο κάθε πολιτειακής πράξης, όπως είναι και η δικαστική, απόφαση, τη διατήρηση εκείνων των συνθηκών διαβίωσης του πολίτη, που θα του επιτρέπουν να ζει με αξιοπρέπεια, ενώ σε διαφορετική περίπτωση, αν το Δικαστήριο στερήσει αυτή τη δυνατότητα στους αιτούντες, τότε, σε αντίθεση με την παραπάνω θεμελιώδη συνταγματική διάταξη, που διαπνέει το δίκαιο και την ερμηνεία του, προκρίνει έναντι της αξίας του ανθρώπου την ικανοποίηση περιουσιακών δικαιωμάτων. Εξάλλου, δεν κρίνεται αναγκαίος ο ορισμός νέας δικασίμου για τον επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών των αιτούντων, καθόσον δεν κρίνεται πιθανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, η ουσιώδης βελτίωση της οικονομικής κατάστασής τους εντός του απώτατου ορίου του χρονικού διαστήματος που προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010, ήτοι των πέντε ετών. Άλλωστε, τέτοιος ορισμός νέας δικασίμου δεν επιβάλλεται από την παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010, αλλά προβλέπεται ως δυνητικός και επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Ωστόσο, οι πιστωτές τους δεν στερούνται του δικαιώματος να ζητήσουν την τροποποίηση της απόφασης αυτής, εφόσον τούτο δικαιολογείται από μεταγενέστερα γεγονότα ή μεταβολές της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων των οφειλετών τους (βλ. σχετ. I. Βενιέρη- Θ. Κατσά, ό.π., παρ. 1222, σελ. 531, όπου και παραπομπές σε νομολογία, Αθ. Κρητικό, παρατηρήσεις στην ΕιρΘεσ 1752/2012, ΕλλΔνη 53.863,. ο οποίος διατυπώνει την άποψη, με την οποία συντάσσεται το παρόν Δικαστήριο, ότι σε περίπτωση μηδενικών καταβολών λόγω εξαιρετικών περιστάσεων, για τις οποίες δεν αναμένεται βελτίωση, οι από την αρχή οριζόμενες μηδενικές καταβολές θα έχουν ως διάρκεια την ανώτατη προβλεπόμενη στο νόμο). Ακολούθως, η παραπάνω ρύθμιση θα συνδυαστεί με την αντίστοιχη της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 9 ν. 3869/2010, εφόσον με τις μηδενικές καταβολές τα τρία έτη της ρύθμισης δεν επέρχεται εξόφληση των πιστωτών και προβάλλεται αίτημα εξαίρεσης της κατοικίας του πρώτου αιτούντος από την εκποίηση, η ικανοποίηση του οποίου είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο, δεδομένου ότι η αξία αυτής δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά 50% (βλ. άρθρο 1 ν. 10/8/1980). Έτσι, με βάση τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών και βιοτικών συνθηκών του πρώτου αιτούντος και ιδίως των εξαιρετικών συνθηκών που προαναφέρθηκαν και οι• .οποίες.• δικαιολόγησαν την εφαρμογή •της.• παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010, πρέπει να οριστούν μηδενικές δόσεις, όχι μόνον για τις επί τριετία καταβολές αλλά και για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας του από τη ρευστοποίηση. Τοιουτοτρόπως εξυπηρετείται ο σκοπός του ν. 3869/2010, δηλαδή η απαλλαγή από τα χρέη και η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή, ο οποίος θα είναι αδύνατον να εκπληρωθεί, εάν υποχρεωθεί ο πρώτος αϊτών στα αδύνατα, δηλαδή εάν υποχρεωθεί να καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό, το οποίο αποδείχθηκε ότι δεν διαθέτει. Και τούτο, διότι εάν αυτός υποχρεωθεί σε χρηματικές καταβολές, επειδή είναι βέβαιο ότι θα αδυνατεί να τις εκπληρώσει, θα οδηγηθεί αφενός στην, κατ’ άρθρο 11 παρ, 2 του ως άνω νόμου, έκπτωσή του από τη ρύθμιση και αφετέρου η απαίτηση της πιστώτριας, κατ’ άρθρο 11 παρ. 3 του ίδιου νόμου θα επανέλθει στο ύψος στο οποίο θα βρίσκονταν αν δεν είχε υποβληθεί η αίτηση της παρ. 1 του άρθρου 4 του νόμου αυτού. Τέλος, δεν είναι κατά την κρίση του Δικαστηρίου, πρόσφορα εκποίησης τα λοιπά ακίνητα κυριότητας των αιτούντων, επειδή δεν προσδοκάται ότι θα συγκεντρώσουν αγοραστικό ενδιαφέρον, κρίνεται δε ότι από την εκποίησή τους δε θα βελτιωθεί σημαντικά η θέση των πιστωτών. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε διαφορετικά, έσφαλε και επομένως όλοι οι λόγοι της έφεσης κατά το σκέλος αυτών πρέπει να γίνουν δεκτοί ως και ουσιαστικά βάσιμοι. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και, αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, υπ’ αριθ. 72/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων, όσον αφορά στις με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφων 116/2014 και 117/2014 αιτήσεις, μετά την εν μέρει παραίτηση ως προς το τρίτο εφεσίβλητο νομικό πρόσωπο με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΕΦΚΑ)», να κρατηθούν και να δικαστούν οι. από 10.03.2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφων 116/2014 και 117/2014 αιτήσεις και να γίνουν δεκτές ως βάσιμες κατ’ ουσίαν και να ρυθμιστούν οι οφειλές του αιτούντων κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Επιπλέον, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες του’ παραβόλου που καταβλήθηκε με την κατάθεση της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 εο. ε’ του ΚΠολΔ. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται, κατά τη διάταξη της παρ. 6 εδ. β’ του άρθρου 8 του ν.3869/2010, η οποία τυγχάνει εφαρμογής και στη δευτεροβάθμια δίκη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΘΕΩΡΕΙ καταργηθείσα τη δίκη ως προς το τρίτο εφεσίβλητο.
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσία την από 20.04.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 21/2017 και αριθμό πράξης προσδιορισμού συζήτησης 517/11.05.2017 έφεση κατά της με αριθμό 72/2016 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 72/2016 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων.
ΚΡΑΤΕΙ και ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις από 10.03.2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφων 116/2014 και 117/2014 αιτήσεις.
ΔΕΧΕΤΑΙ τις αιτήσεις.
ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας χρέη των αιτούντων, καθορίζοντας μηδενικές μηνιαίες καταβολές προς τους πιστωτές τους, για χρονικό διάστημα τριών ετών.
ΕΞΑΙΡΕΙ από την εκποίηση την αναφερόμενη στο σκεπτικό της παρούσας κύρια κατοικία του πρώτου αιτούντος, καθορίζοντας, για τη διάσωσή της, μηδενικές μηνιαίες καταβολές προς τους πιστωτές του.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες του παράβολου που κατατέθηκε από αυτούς και αναφέρεται στο σκεπτικό.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στα Ιωάννινα την 28 Δεκεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ